- συνεταιρίζομαι
- συνεταιρίζομαι, συνεταιρίστηκα, συνεταιρισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνεταιρίζομαι — ΝΜ και ενεργ. τ. συνεταιρίζω Α [συνέταιρος] νεοελλ. 1. συνιστώ εταιρεία ή συνεταιρισμό με άλλον ή με άλλους 2. φρ. «δικαίωμα [ή ελευθερία] τού συνεταιρίζεσθαι» (νομ.) συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεμελιώδες συλλογικό δικαίωμα, βάσει τού οποίου κάθε … Dictionary of Greek
συνεταιρίζομαι — συνεταιρίστηκα, συνεταιρισμένος, παίρνω συνέταιρο ή γίνομαι συνέταιρος: Όλοι οι ελαιοπαραγωγοί του χωριού συνεταιρίστηκαν και ίδρυσαν δικό τους εργοστάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek
προσεταιρίζομαι — ΝΜΑ, και προσεταιροῡμαι, έομαι, Α [ἑταιρίζω, ομαι] εξασφαλίζω την ευνοϊκή στάση κάποιου απέναντι μου, παίρνω κάποιον με το μέρος μου (α. «προσεταιρίστηκε τους πιο φανατικούς», β. «... ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται», Ηρόδ.) αρχ. 1. κάνω… … Dictionary of Greek
συνεταιρίζω — Α βλ. συνεταιρίζομαι … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
συνεταιριστής — ο, θηλ. συνεταιρίστρια Ν μέτοχος συνεταιρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρ. Φραντζή] … Dictionary of Greek
συνεταιριστικός — ή, ό Ν [συνεταιρίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνεταιρισμό («συνεταιριστικές οργανώσεις») 2. φρ. «συνεταιριστική ιδιοκτησία» (νομ.) ιδιοκτησία που ανήκει σε συλλογικούς ιδιοκτήτες τού τύπου κολλεκτίβας και παραγωγικού… … Dictionary of Greek
συντροφεύω — Ν [σύντροφος] 1. κάνω συντροφιά ή συνοδεύω κάποιον (α. «τού ζήτησα να μέ συντροφέψει στο διάβασμα» β. «θα μέ συντροφέψει στο ταξίδι») 2. (αμτβ.) συνεταιρίζομαι … Dictionary of Greek
συντροφιάζω — Ν [σύντροφος] 1. κάνω με κάποιον συντροφιά, συναναστρέφομαι 2. συνεργάζομαι, συνεταιρίζομαι 3. μέσ. συντροφιάζομαι (στον Ερωτόκρ.) αποκτώ σύντροφο ζωής, αποκτώ σύζυγο («από μικρός παντρέφτηκε και συντροφιάσθη ομάδι», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek